- ἀρνήσεις
- ἄρνησιςdenialfem nom/voc pl (attic epic)ἄρνησιςdenialfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Παρμενίδης — Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Ελέα της νότιας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής. Ο χρονικογράφος Απολλόδωρος τοποθετεί την ακμή του περίπου το 504 500 π.Χ., αλλά πολλοί αμφισβητούν τη χρονολόγηση αυτή, που φαίνεται ότι… … Dictionary of Greek
Ρενουάρ, Oγκίστ — (Renoir, Λιμόζ 1841 – Καν σιρ Μερ, 1919). Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους του εμπρεσιονισμού (τα έργα του είναι περισσότερα από 4.000). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, γι’ αυτό, από πολύ νέος, εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης,… … Dictionary of Greek
Σόγια, Καρλ Έρικ — (Soya). Δανός δραματικός συγγραφέας (Κοπεγχάγη 1896). Έχει στο ενεργητικό του μια τεράστια λογοτεχνική παραγωγή: Το σπίτι της γιαγιάς μου (1943) και Ο δεκεπενταετής (1953 1954) μυθιστορήματα· Ποιος είμαι (1932) αυτοβιογραφικό· Τα παράσιτα (1929)… … Dictionary of Greek
Τανάγρας, Άγγελος — (1877 – 1964). Φιλολογικό ψευδώνυμο του γιατρού και λογογράφου Άγγελου Ευαγγελίδη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Γερμανία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού… … Dictionary of Greek